- μνήσασθε
- μιμνήσκωremindaor imperat mid 2nd plμιμνήσκωremindaor ind mid 2nd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μνήσασθ' — μνήσασθε , μιμνήσκω remind aor imperat mid 2nd pl μνήσασθαι , μιμνήσκω remind aor inf mid μνήσασθε , μιμνήσκω remind aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιμιμνήσκομαι — ἐπιμιμνῄσκομαι (AM) [μιμνᾑσκομαι] φέρνω στη μνήμη μου, ξανασυλλογίζομαι («ἐπὶ δὲ μνήσασθε ἕκαστoς παίδων», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. μνημονεύω, αναφέρω («ἐπιμνήσομαι ἀμφοτέρων ὁμοίως», Ηρόδ.) 2. αναφέρω κάτι παρεμπιπτόντως 3. υπενθυμίζω … Dictionary of Greek